- συννέφει
- συννεφέωpres imperat act 2nd sg (attic epic)συννεφέωimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννεφεῖ — συννεφέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συννεφέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συννεφής clouded over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συννεφής clouded over masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek